προνόμιο

προνόμιο
Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη φεουδαρχική εποχή και μέχρι τα τέλη του 18ου αι., τα π. ήταν σύνολο κανόνων, στηριζόμενων στη διάκριση των τάξεων, που κατέληγαν στη διάπλαση αυλικών, αυτοκρατορικών, βασιλικών και παπικών ολιγαρχιών. Βάση του π. ήταν η έγγεια ιδιοκτησία, της οποίας ο φορέας, μέσα στο κλιμακωτό σύστημα των τάξεων, μπορούσε να βρίσκεται σε αντίθεση ή και σε σύγκρουση είτε προς τον ευρισκόμενο σε ανώτερη βαθμίδα φεουδάρχη είτε και προς τον μονάρχη, του οποίου τα φεουδαρχικά π. περιόριζαν ουσιαστικά την απόλυτη εξουσία, εκτός αν κατείχε τον θρόνο δυνατός βασιλιάς. Χαρακτηριστικά π. των τάξεων των ευγενών και του κλήρου, ο οποίος και προβάδιζε των ευγενών, ήταν η φορολογική απαλλαγή τους και η δωσικιδία των κληρικών σε εκκλησιαστικά μόνο δικαστήρια. Οι περί ισότητας αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης, η αγγλική βιομηχανική επανάσταση, η άνοδος των αστών και η πίεση του χρηματικού κεφαλαίου, κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας, απετέλεσαν την αφορμή ρηγμάτων στο καθεστώς των π., από τα οποία μάλιστα οι ίδιες οι προνομιούχες τάξεις της Γαλλίας παραιτήθηκαν τη νύχτα της 4ης Αυγούστου 1789, για να ενωθούν με την ανερχόμενη αστική τάξη. Τα ελληνικά πολιτεύματα καταδίκασαν ευθύς εξαρχής και πάντοτε τη διάκριση τάξεων και την απονομή τίτλων ευγενείας (Σύνταγμα της Επιδαύρου § γ’, Άστρους § B’, Τροιζήνας άρθρ. 7, 27, 28, Άργους - Ναυπλίου άρθρ. 27, 29, Συντάγματα των ετών 1844 άρθρ. 3, 1864 άρθρ. 3, 1911 και όλα τα μεταγενέστερα). Το δίκαιο αναγνωρίζει ορισμένες προτιμήσεις, οι οποίες, αν και ονομάζονται προνόμια, δεν δημιουργούν πραγματικά ταξικό ή ατομικό π., αλλά είτε αποτελούν αντιστάθμισμα ιδιαίτερης προσφοράς προς το έθνος (προτιμήσεις αναπήρων, θυμάτων πόλεμου, πολυτέκνων), είτε σχετίζονται με ορισμένες αξίες ιδιαίτερης προστασίας σχέσεις (προτιμήσεις ορισμένων δανειστών κατά την εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη, κληρονομουμένου, πτωχεύσαντα κλπ., σε περίπτωση ιδίως δημοπρασίας, π. ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικού σήματος κ.ά.). Υπάρχουν ωστόσο και π. οικονομικοπολιτικής σκοπιμότητας (επενδύσεων, κεφαλαίων κλπ.) που επικρίνονται από πολλούς. Κλασική περίπτωση είναι και τα π. του δημοσίου, κυρίως δικονομικά, απέναντι στους ιδιώτες. Όταν η προτίμηση παρουσιάζεται αδικαιολόγητα από αυτές τις απόψεις, θεωρείται, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως καθαρό π. και εμπίπτει στην απαγόρευση. Το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει περιορισμένα π. υπέρ των διπλωματικών αντιπροσωπειών· την προσωπική ασυλία των διπλωματικών αντιπροσώπων, του διπλωματικού προσωπικού και των μελών των οικογενειών τους, το απαραβίαστο του διπλωματικού μεγάρου, την ετεροδικία, την απαλλαγή από προσωπικούς φόρους και δασμούς. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, προνόμια είχε μόνο ολιγάριθμη τάξη αυλικών. Οι πάπες πρόσφεραν επίσης προνόμια σε ευγενείς. Στη μικρογραφία: ο πάπας Ιωάννης Β’ εξαγγέλλει προνόμια στα μέλη του τάγματος του Αστέρα, που ο ίδιος ίδρυσε (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
* * *
το / προνόμιον, ΝΜΑ
το κατά προτίμηση Δίκαιο, κατ' εξαίρεση τής κοινής νομοθεσίας, που εφαρμόζεται υπέρ ή κατά ορισμένου προσώπου, τάξης ανθρώπων, πραγμάτων ή ειδικών σχέσεων (α. «το προνόμιο απονομής χάριτος» β. «παρασχὼν προνόμια τοῑς ἐκεῑ καταφεύγουσι», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
1. μτφ. εξαιρετικό φυσικό χάρισμα, προτέρημα («έχει το προνόμιο τής ευγλωττίας»)
2. φρ. «προνόμια Διεθνούς Δικαίου» — βλ. ασυλία [διπλωματική]
αρχ.
1. χρηματική προκαταβολή, αρραβώνας, καπάρο
2. το άσμα που ψαλλόταν πριν από τον νόμο, δηλ. από το κύριο μουσικό μέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + νόμος + κατάλ. -ιο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προνόμιο — το 1. δικαίωμα αποκλειστικό: Τα προνόμια του πατριαρχείου. 2. μτφ., ό,τι σπάνιο έχει κάποιος από τη φύση ή ως απόκτημα: Στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει με της αντρείας τ αμάραντα προνόμια (Μαβίλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδικία — ἡ, Α [πρόδικος] 1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να δικαστεί κανείς πριν από κάποιον άλλο («δεδόχθαι τοῑς ἱερομνήμοσι, Σατύρωι καὶ Τεισάνδρωι καὶ Φαινίωνι δοῡναι προδικίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ επιτιμίαν», επιγρ.) 2. το προνόμιο ή το αξίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… …   Wikipedia

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… …   Dictionary of Greek

  • ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • πριβιλέγιον — και πριβιλίγιον και πριβιλήγιον και πριβηλήγιον και πριμιλέγιον και πριμιλίγιον και πριμιγίλιον και πριμηγίλιον, τὸ, Μ 1. ιδιωτικός νόμος, που θεσπίστηκε προκειμένου να εφαρμοστεί από έναν μόνο πολίτη 2. (κατ επέκτ.) προνόμιο που ισχύει για… …   Dictionary of Greek

  • προνομιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που καθιερώνεται με προνόμιο ή που έχει τον χαρακτήρα προνομίου (α. «προνομιακή μεταχείριση» β. «προνομιακό δικαίωμα») 2. φρ. «προνομιακό δασμολόγιο» καθεστώς μειωμένων εισαγωγικών δασμών που καθιερώνει ένα κράτος για όλα ή για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”